Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

διάστημα ενός

  • 1 διάστημα

    τό
    1) промежуток, период (времени);

    χρονικό διάστημα — срок, промежуток времени;

    διάστημα ενός χρόνου — годичный срок;

    σε διάστημα... — или κατά το διάστημα... — или εν διαστήματι... — в течение, в продолжение...;

    σε σύντομο διάστημα — за короткий срок;

    κατά διάστήματα — время от времени;

    2) интервал, промежуток, пространство; расстояние;
    3) космос, космическое пространство;

    πτήση στο διάστημα — космический полёт;

    η εξερεύνηση τού διάστήματος — изучение, освоение космоса;

    4) муз. интервал;
    5) полигр, шпация;

    βάλλω διάστήματα — отбивать шпациями

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > διάστημα

  • 2 χρόνος

    ο
    1) время;

    χρόνος βραχύς (μακρός) — короткое (долгое) время;

    πολύς χρόνος — а) много времени; — б) давно;

    από πολλού χρόνου — с давних пор, давно;

    2) год;

    διάστημα ενός χρόνου — годичный срок;

    κάθε χρόνο — каждый год; — год за годом;

    τον ιδιο χρόνο — в том же году;

    μέσα στο χρόνο — в течение года;

    ένα χρόνο περίπου — около года;

    ένα χρόνο πρίν... — за год до...;

    μέσα σ' ένα χρόνο — за год, в течение года;

    μετά από ένα χρόν — через год, год спустя;

    δυό φορές το χρόνος — два раза в год;

    3) πλ. эпоха, период, времена;

    αρχαίοι χρόνοι — древние времена;

    νέοι χρόνοι — новые времена;

    4) муз. такт;

    κρατώ τον χρόνο — выдерживать такт;

    5) грам, время;

    χρόνοι τού ρήματος — времена глагола;

    6) долгота (слога);

    πρώτος χρόνος — краткий слог;

    § тоб χρόνου — в будущем году;

    καί τού χρόνου! — чтобы и в будущем году всё было хорошо!;

    από χρόνου — с будущего года;

    προ χρόνων — очень давно, много лет назад;

    χρόνο με το χρόνο — из года в год;

    απάνω στο χρόνο — исполнился год, как...;

    καλό χρόνο ναχεις! — будь счастлив!;

    κακό χρόνο νδχεις! — чтоб тебе пусто было!;

    ο χρόνος να μη σ' ευρη! — чтоб тебе и года не прожить!;

    μάς αφησε χρόνους — он приказал долго жить;

    καθ' όν χρόνον — в то время как, когда;

    συν τω χρόνω — или προϊόντος τού χρόνου — со временем, с течением времени

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χρόνος

См. также в других словарях:

  • διάστημα — Ο ενδιάμεσος χώρος ή χρόνος· χρονική ή τοπική απόσταση. Ο όρος αναφέρεται, επίσης, στον αχανή χώρο που εκτείνεται πέρα από την ατμόσφαιρα της Γης, στον οποίο κινούνται τα ουράνια σώματα. (Για περισσότερα στοιχεία σχετικά με τις ανθρώπινες… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • μήνας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε… …   Dictionary of Greek

  • φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός …   Dictionary of Greek

  • γαλαξίας — (Αστρον.). Υπόλευκη φωτεινή ζώνη η οποία φαίνεται να διαγράφει σε ολόκληρη την ουράνια σφαίρα έναν μεγάλο κύκλο, ορατό στο βόρειο και στο νότιο ημισφαίριο. Αποτελείται από ένα αφάνταστα μεγάλο άθροισμα αστέρων, που στο σύνολό τους προσδίδουν στην …   Dictionary of Greek

  • κεραμεικός — Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης …   Dictionary of Greek

  • ΕΠΟΝ — (Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων). Μαζική, αντιστασιακή οργάνωση νεολαίας στην Ελλάδα, την περίοδο της Κατοχής. Η οργάνωση συνέχισε τη δραστηριότητά της για ένα διάστημα και μετά την απελευθέρωση. Η ΕΠΟΝ ήταν τμήμα της οργάνωσης του EAM.… …   Dictionary of Greek

  • χρονιά — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.), στην πρώην επαρχία Χαλκίδας, του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λίμνης. * * * η, Ν 1. χρονικό διάστημα ενός έτους, έτος, χρόνος 2. σχολικό έτος («έχασε τη χρονιά του» έμεινε στην ίδια τάξη) 3. συνεκδ …   Dictionary of Greek

  • έτος φωτός — Μονάδα μέτρησης, που χρησιμοποιείται στην αστρονομία για τις αποστάσεις των αστέρων, για vα αποφευχθεί η χρήση αριθμών της τάξης των δισεκατομμυρίων και πλέον. Στην πραγματικότητα, το έ.φ. παριστάνει την απόσταση που διανύει το φως σε χρονικό… …   Dictionary of Greek

  • χρονιά — η 1. χρόνος, έτος, το χρονικό διάστημα ενός έτους: Εκείνη τη χρονιά κηρύχτηκε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος. 2. τα εισοδήματα κατά τη διάρκεια ενός έτους: Πήγε πολύ καλά η φετινή χρονιά. 3. φρ., «Έφαγε της χρονιάς του», ξυλοκοπήθηκε άγρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βόδι — Ζώο της οικογένειας των βοοειδών (βλ. λ.) * * * το 1. μεγαλόσωμο κατοικίδιο μηρυκαστικό (το αρσενικό λέγεται ταύρος, το θηλυκό αγελάδα, το νεαρό μοσχάρι και έπειτα από χρονικό διάστημα ενός περίπου έτους δαμάλι) 2. (για άνθρωπο) νωθρός και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»